Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια με γέλασαν και μου `πανε, ο χάρος δε με παίρνει Μη με παίρνεις Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις Άιντε και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια βλέπω το Χάρο να `ρχεται, στο άλογο καβάλα Τι να κάνω, τι να κάνω, σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω |
||